εἰκαστικός — able to represent masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εικαστικός — ή, ό (AM εἰκαστικός, ή, όν) [εικαστός] 1. αυτός που έχει την ικανότητα να απεικονίζει, παραστατικός 2. αυτός που έχει την ικανότητα να εικάζει 3. «εικαστικές τέχνες» αυτές που απεικονίζουν το ωραίο στον χώρο ζωγραφική, γλυπτική και αρχιτεκτονική … Dictionary of Greek
εἰκαστικώτερον — εἰκαστικός able to represent adverbial comp εἰκαστικός able to represent masc acc comp sg εἰκαστικός able to represent neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαστικῶν — εἰκαστικός able to represent fem gen pl εἰκαστικός able to represent masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαστικόν — εἰκαστικός able to represent masc acc sg εἰκαστικός able to represent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαστικαί — εἰκαστικός able to represent fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαστικοί — εἰκαστικός able to represent masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαστικοῦ — εἰκαστικός able to represent masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαστικούς — εἰκαστικός able to represent masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαστικῆς — εἰκαστικός able to represent fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)